- πρόχωμα
- το, -ατοςοχυρωματικό έργο από συσσώρευση χώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόχωμα — earth thrown up before neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (39 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Ακροπόταμος (υψόμ. 45 μ.) και ο Καστανάς (υψόμ. 35 μ.). * * * το, ΝΜΑ [προχώννυμι] τεχνητή… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Autobahn 1 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A1 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
Autobahn 1 Griechenland — Autobahn 1 (Aftokinitodromos 1) Länge: 550 km … Deutsch Wikipedia
Κηφισός — Ονομασία ποταμών της Ελλάδας. 1. Ποταμός (60 χλμ.) της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Μαυρονέρι. Πηγάζει από τους πρόποδες του Παρνασσού και καταλήγει στη βοιωτική πεδιάδα, την οποία αρδεύει. Ο Κ. δέχεται δύο παραπόταμους … Dictionary of Greek
άνδηρο — Έτσι ονομάζεται το τραπέζι στα τεκτονικά συμπόσια. Έχει σχήμα Π, με την κορυφή προς την ανατολή και τα δύο σκέλη προς τη δύση. Στο ά. τοποθετούνται, κατά τα συμπόσια, με τρόπο τελετουργικό(σε τέσσερις παράλληλες σειρές) τα επιτραπέζια σκεύη. * *… … Dictionary of Greek
έρυμα — ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)] 1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.) 2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ. β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)… … Dictionary of Greek
αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] … Dictionary of Greek
ανάχυμα — το (AM ἀνάχυμα) νεοελλ. η μικρή ποσότητα από κρύο γάλα που χύνεται μέσα σε δοχείο με γάλα ζεστό για να παρασκευαστεί η μυζήθρα, (αλλ.) πρόγαλα μσν. όρυγμα βαθύ, πρόχωμα αρχ. πλατιά έκταση, ευρύ διάστημα … Dictionary of Greek